απολυτήριος
Greek
editEtymology
editαπολύω (apolýo) + -τήριος (-tírios).
Adjective
editαπολυτήριος • (apolytírios) m (feminine απολυτήρια, neuter απολυτήριο)
- final
- απολυτήριες εξετάσεις ― apolytíries exetáseis ― finals; final exams
- (substantively) certificate of completion:
- discharge papers
- school completion certificate
- apolytirion (in Greece)
- release papers
Declension
editDeclension of απολυτήριος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απολυτήριος • | απολυτήρια • | απολυτήριο • | απολυτήριοι • | απολυτήριες • | απολυτήρια • |
genitive | απολυτήριου • | απολυτήριας • | απολυτήριου • | απολυτήριων • | απολυτήριων • | απολυτήριων • |
accusative | απολυτήριο • | απολυτήρια • | απολυτήριο • | απολυτήριους • | απολυτήριες • | απολυτήρια • |
vocative | απολυτήριε • | απολυτήρια • | απολυτήριο • | απολυτήριοι • | απολυτήριες • | απολυτήρια • |
Related terms
edit- see: απόλυτος (apólytos, “absolute”, adjective)
Further reading
edit- απολυτήριος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language