απόλυτος
See also: απολυτός
Greek
editEtymology
editFrom Ancient Greek ἀπόλυτος (apólutos), from ἀπολύω (apolúō, “to unbind”).
Adjective
editαπόλυτος • (apólytos) m (feminine απόλυτη, neuter απόλυτο)
- absolute, complete, total
- (physics) absolute
- απόλυτο μηδέν ― apólyto midén ― absolute zero
- (mathematics) cardinal
- Antonym: τακτικός (taktikós)
- απόλυτος αριθμός, απόλυτο αριθμητικό ― apólytos arithmós, apólyto arithmitikó ― cardinal number
- (grammar) absolute (as in ablative absolute)
- Synonym: (abbreviation) απόλ. (apól.)
Declension
editDeclension of απόλυτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απόλυτος • | απόλυτη • | απόλυτο • | απόλυτοι • | απόλυτες • | απόλυτα • |
genitive | απόλυτου • | απόλυτης • | απόλυτου • | απόλυτων • | απόλυτων • | απόλυτων • |
accusative | απόλυτο • | απόλυτη • | απόλυτο • | απόλυτους • | απόλυτες • | απόλυτα • |
vocative | απόλυτε • | απόλυτη • | απόλυτο • | απόλυτοι • | απόλυτες • | απόλυτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απόλυτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απόλυτος, etc.) |
Related terms
edit- απόλυτα (apólyta, “absolutely”, adverb)
- απολυταρχία f (apolytarchía, “absolutism, authoritarianism”)
- απολυταρχικός (apolytarchikós, “authoritarian”, adjective)
- απολυταρχισμός m (apolytarchismós, “authoritarianism, absolutism”)
- απολυτήριο n (apolytírio, “discharge paper”)
- απολυτήριος (apolytírios, “final, absolute”, adjective)
- απολυτίκιο n (apolytíkio, “introit”)
- απόλυτος αριθμός n (apólytos arithmós, “cardinal number”)
- απολυτοσύνη f (apolytosýni, “absolutness”)
- απολυτότητα f (apolytótita, “absolutness”)
- απολύτως (apolýtos, “absolutely”, adverb)
Further reading
edit- απόλυτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language