απτός
Greek
editAdjective
editαπτός • (aptós) m (feminine απτή, neuter απτό)
Declension
editDeclension of απτός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απτός • | απτή • | απτό • | απτοί • | απτές • | απτά • |
genitive | απτού • | απτής • | απτού • | απτών • | απτών • | απτών • |
accusative | απτό • | απτή • | απτό • | απτούς • | απτές • | απτά • |
vocative | απτέ • | απτή • | απτό • | απτοί • | απτές • | απτά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απτός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απτός, etc.) |
Synonyms
edit- χειροπιαστός (cheiropiastós)
Related terms
edit- άπτομαι (áptomai, “to be related to, touching”)