αρχιτρίκλινος
Greek
editNoun
editαρχιτρίκλινος • (architríklinos) m (plural αρχιτρίκλινοι)
Declension
edit αρχιτρίκλινος
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αρχιτρίκλινος • |
genitive | αρχιτρίκλινου • |
accusative | αρχιτρίκλινο • |
vocative | αρχιτρίκλινε • |