βιαστικός
Greek
editEtymology
editβιασ- (vias-) + -τικός (-tikós). Related to Sanskrit ज्या (jyā́, “overwhelming force; power; vanquishing”), जय (jayá, “victory”).
Adjective
editβιαστικός • (viastikós) m (feminine βιαστική, neuter βιαστικό)
Declension
editDeclension of βιαστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βιαστικός • | βιαστική • | βιαστικό • | βιαστικοί • | βιαστικές • | βιαστικά • |
genitive | βιαστικού • | βιαστικής • | βιαστικού • | βιαστικών • | βιαστικών • | βιαστικών • |
accusative | βιαστικό • | βιαστική • | βιαστικό • | βιαστικούς • | βιαστικές • | βιαστικά • |
vocative | βιαστικέ • | βιαστική • | βιαστικό • | βιαστικοί • | βιαστικές • | βιαστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βιαστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βιαστικός, etc.) |
Related terms
edit- βιάζομαι (viázomai, “to be in a hurry”)