δαιμονισμός
Greek
editEtymology
editFrom Koine Greek δαιμονισμός (daimonismós), from δαίμων (daímōn, “demon”) + -ισμός (-ismós, “-ism”).
Pronunciation
editNoun
editδαιμονισμός • (daimonismós) m (plural δαιμονισμοί)
- (religion) demonic possession (control over a person by a supposed demonic presence)
Declension
editDeclension of δαιμονισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δαιμονισμός • | δαιμονισμοί • |
genitive | δαιμονισμού • | δαιμονισμών • |
accusative | δαιμονισμό • | δαιμονισμούς • |
vocative | δαιμονισμέ • | δαιμονισμοί • |
Synonyms
edit- (demonic possession): δαιμονιοπληξία f (daimonioplixía), δαιμονοληψία f (daimonolipsía)
Related terms
edit- δαιμονίζω (daimonízo, “to demonically possess”)
- δαιμονισμένος (daimonisménos, “demonically possessed”)