|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
διαβεβαιώνω
|
διαβεβαιώσω
|
διαβεβαιώνομαι
|
διαβεβαιωθώ
|
2 sg
|
διαβεβαιώνεις
|
διαβεβαιώσεις
|
διαβεβαιώνεσαι
|
διαβεβαιωθείς
|
3 sg
|
διαβεβαιώνει
|
διαβεβαιώσει
|
διαβεβαιώνεται
|
διαβεβαιωθεί
|
|
1 pl
|
διαβεβαιώνουμε, [‑ομε]
|
διαβεβαιώσουμε, [‑ομε]
|
διαβεβαιωνόμαστε
|
διαβεβαιωθούμε
|
2 pl
|
διαβεβαιώνετε
|
διαβεβαιώσετε
|
διαβεβαιώνεστε, διαβεβαιωνόσαστε
|
διαβεβαιωθείτε
|
3 pl
|
διαβεβαιώνουν(ε)
|
διαβεβαιώσουν(ε)
|
διαβεβαιώνονται
|
διαβεβαιωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
διαβεβαίωνα
|
διαβεβαίωσα
|
διαβεβαιωνόμουν(α)
|
διαβεβαιώθηκα
|
2 sg
|
διαβεβαίωνες
|
διαβεβαίωσες
|
διαβεβαιωνόσουν(α)
|
διαβεβαιώθηκες
|
3 sg
|
διαβεβαίωνε
|
διαβεβαίωσε
|
διαβεβαιωνόταν(ε)
|
διαβεβαιώθηκε
|
|
1 pl
|
διαβεβαιώναμε
|
διαβεβαιώσαμε
|
διαβεβαιωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
διαβεβαιωθήκαμε
|
2 pl
|
διαβεβαιώνατε
|
διαβεβαιώσατε
|
διαβεβαιωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
διαβεβαιωθήκατε
|
3 pl
|
διαβεβαίωναν, διαβεβαιώναν(ε)
|
διαβεβαίωσαν, διαβεβαιώσαν(ε)
|
διαβεβαιώνονταν, (διαβεβαιωνόντουσαν)
|
διαβεβαιώθηκαν, διαβεβαιωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα διαβεβαιώνω ➤
|
θα διαβεβαιώσω ➤
|
θα διαβεβαιώνομαι ➤
|
θα διαβεβαιωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα διαβεβαιώνεις, …
|
θα διαβεβαιώσεις, …
|
θα διαβεβαιώνεσαι, …
|
θα διαβεβαιωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … διαβεβαιώσει έχω, έχεις, … διαβεβαιωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … διαβεβαιωθεί είμαι, είσαι, … διαβεβαιωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … διαβεβαιώσει είχα, είχες, … διαβεβαιωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … διαβεβαιωθεί ήμουν, ήσουν, … διαβεβαιωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … διαβεβαιώσει θα έχω, θα έχεις, … διαβεβαιωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … διαβεβαιωθεί θα είμαι, θα είσαι, … διαβεβαιωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
διαβεβαίωνε
|
διαβεβαίωσε
|
—
|
διαβεβαιώσου
|
2 pl
|
διαβεβαιώνετε
|
διαβεβαιώστε
|
διαβεβαιώνεστε
|
διαβεβαιωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
διαβεβαιώνοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας διαβεβαιώσει ➤
|
διαβεβαιωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
διαβεβαιώσει
|
διαβεβαιωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|