|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
επιδεινώνω
|
επιδεινώσω
|
επιδεινώνομαι
|
επιδεινωθώ
|
2 sg
|
επιδεινώνεις
|
επιδεινώσεις
|
επιδεινώνεσαι
|
επιδεινωθείς
|
3 sg
|
επιδεινώνει
|
επιδεινώσει
|
επιδεινώνεται
|
επιδεινωθεί
|
|
1 pl
|
επιδεινώνουμε, [‑ομε]
|
επιδεινώσουμε, [‑ομε]
|
επιδεινωνόμαστε
|
επιδεινωθούμε
|
2 pl
|
επιδεινώνετε
|
επιδεινώσετε
|
επιδεινώνεστε, επιδεινωνόσαστε
|
επιδεινωθείτε
|
3 pl
|
επιδεινώνουν(ε)
|
επιδεινώσουν(ε)
|
επιδεινώνονται
|
επιδεινωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
επιδείνωνα
|
επιδείνωσα
|
επιδεινωνόμουν(α)
|
επιδεινώθηκα
|
2 sg
|
επιδείνωνες
|
επιδείνωσες
|
επιδεινωνόσουν(α)
|
επιδεινώθηκες
|
3 sg
|
επιδείνωνε
|
επιδείνωσε
|
επιδεινωνόταν(ε)
|
επιδεινώθηκε
|
|
1 pl
|
επιδεινώναμε
|
επιδεινώσαμε
|
επιδεινωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
επιδεινωθήκαμε
|
2 pl
|
επιδεινώνατε
|
επιδεινώσατε
|
επιδεινωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
επιδεινωθήκατε
|
3 pl
|
επιδείνωναν, επιδεινώναν(ε)
|
επιδείνωσαν, επιδεινώσαν(ε)
|
επιδεινώνονταν, (επιδεινωνόντουσαν)
|
επιδεινώθηκαν, επιδεινωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα επιδεινώνω ➤
|
θα επιδεινώσω ➤
|
θα επιδεινώνομαι ➤
|
θα επιδεινωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα επιδεινώνεις, …
|
θα επιδεινώσεις, …
|
θα επιδεινώνεσαι, …
|
θα επιδεινωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … επιδεινώσει έχω, έχεις, … επιδεινωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … επιδεινωθεί είμαι, είσαι, … επιδεινωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … επιδεινώσει είχα, είχες, … επιδεινωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … επιδεινωθεί ήμουν, ήσουν, … επιδεινωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … επιδεινώσει θα έχω, θα έχεις, … επιδεινωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … επιδεινωθεί θα είμαι, θα είσαι, … επιδεινωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
επιδείνωνε
|
επιδείνωσε
|
—
|
επιδεινώσου
|
2 pl
|
επιδεινώνετε
|
επιδεινώστε
|
επιδεινώνεστε
|
επιδεινωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
επιδεινώνοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας επιδεινώσει ➤
|
επιδεινωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
επιδεινώσει
|
επιδεινωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|