ευρωπαϊκός
Greek
editEtymology
editFrom Ευρωπαίος (Evropaíos) + -ικός (-ikós).
Pronunciation
editAdjective
editευρωπαϊκός • (evropaïkós) m (feminine ευρωπαϊκή, neuter ευρωπαϊκό)
- European (pertaining to Europe, its people or the European Union)
- Ευρωπαϊκή Ένωση ― Evropaïkí Énosi ― European Union
- ευρωπαϊκό τρυγόνι ― evropaïkó trygóni ― European turtle dove
Declension
editDeclension of ευρωπαϊκός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευρωπαϊκός • | ευρωπαϊκή • | ευρωπαϊκό • | ευρωπαϊκοί • | ευρωπαϊκές • | ευρωπαϊκά • |
genitive | ευρωπαϊκού • | ευρωπαϊκής • | ευρωπαϊκού • | ευρωπαϊκών • | ευρωπαϊκών • | ευρωπαϊκών • |
accusative | ευρωπαϊκό • | ευρωπαϊκή • | ευρωπαϊκό • | ευρωπαϊκούς • | ευρωπαϊκές • | ευρωπαϊκά • |
vocative | ευρωπαϊκέ • | ευρωπαϊκή • | ευρωπαϊκό • | ευρωπαϊκοί • | ευρωπαϊκές • | ευρωπαϊκά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευρωπαϊκός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευρωπαϊκός, etc.) |
Related terms
edit- ευρωπαϊκή καλημάνα f (evropaïkí kalimána, “northern lapwing”)
- ευρωπαϊκό ψαρόνι n (evropaïkó psaróni, “European starling”)
- and see: Ευρώπη f (Evrópi, “Europe”)