ημερολόγιο
Greek
editNoun
editημερολόγιο • (imerológio) n
- calendar (system for calculating days of the year)
- σεληνιακό ημερολόγιο, Γρηγοριανό ημερολόγιο, κλπ (lunar calendar, Gregorian calendar, etc)
- calendar (wall chart showing months day-by-day)
- diary, journal (personal daily record of someone's life)
- ledger, journal (daily record of financial transactions)
- το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ (the diary of Anne Frank)
- (nautical) ship's log
Declension
editDeclension of ημερολόγιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ημερολόγιο • | ημερολόγια • |
genitive | ημερολογίου •, ημερολόγιου • | ημερολογίων • |
accusative | ημερολόγιο • | ημερολόγια • |
vocative | ημερολόγιο • | ημερολόγια • |
Related terms
edit- ημερολογιακός (imerologiakós, “calendrical”)