καταφρονημένος
Greek edit
Alternative forms edit
- καταφρονεμένος (katafroneménos) (colloquial)
Etymology edit
Perfect participle of καταφρονούμαι (katafronoúmai) and καταφρονιέμαι (katafroniémai), passive voice forms of καταφρονώ (“sneer at”).
Pronunciation edit
Participle edit
καταφρονημένος • (katafroniménos) m (feminine καταφρονημένη, neuter καταφρονημένο)
Declension edit
Declension of καταφρονημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταφρονημένος • | καταφρονημένη • | καταφρονημένο • | καταφρονημένοι • | καταφρονημένες • | καταφρονημένα • |
genitive | καταφρονημένου • | καταφρονημένης • | καταφρονημένου • | καταφρονημένων • | καταφρονημένων • | καταφρονημένων • |
accusative | καταφρονημένο • | καταφρονημένη • | καταφρονημένο • | καταφρονημένους • | καταφρονημένες • | καταφρονημένα • |
vocative | καταφρονημένε • | καταφρονημένη • | καταφρονημένο • | καταφρονημένοι • | καταφρονημένες • | καταφρονημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταφρονημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταφρονημένος, etc.) |
See also edit
- περιφρονημένος (perifroniménos)