λιανικός
Greek
editEtymology
edit(This etymology is missing or incomplete. Please add to it, or discuss it at the Etymology scriptorium.)
Pronunciation
editAdjective
editλιανικός • (lianikós) m (feminine λιανική, neuter λιανικό)
- retail
- Ο λιανικός κλάδος κατέγραψε στο σύνολο του απώλειες 2% στον S&P 500.
- O lianikós kládos katégrapse sto sýnolo tou apóleies 2% ston S&P 500.
- The retail sector recorded, in total, a loss of 2% on the S&P 500.
Declension
editDeclension of λιανικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λιανικός • | λιανική • | λιανικό • | λιανικοί • | λιανικές • | λιανικά • |
genitive | λιανικού • | λιανικής • | λιανικού • | λιανικών • | λιανικών • | λιανικών • |
accusative | λιανικό • | λιανική • | λιανικό • | λιανικούς • | λιανικές • | λιανικά • |
vocative | λιανικέ • | λιανική • | λιανικό • | λιανικοί • | λιανικές • | λιανικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λιανικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λιανικός, etc.) |
Related terms
edit- λιανεμπόριο n (lianempório, “retail outlet”)