οικοδομώ
Greek
editPronunciation
editVerb
editοικοδομώ • (oikodomó) (past οικοδόμησα, passive οικοδομούμαι, p‑past οικοδομήθηκα, ppp οικοδομημένος)
- (transitive) to build, construct
Conjugation
editοικοδομώ, οικοδομούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | οικοδομώ | οικοδομήσω | οικοδομούμαι | οικοδομηθώ |
2 sg | οικοδομείς | οικοδομήσεις | οικοδομείσαι | οικοδομηθείς |
3 sg | οικοδομεί | οικοδομήσει | οικοδομείται | οικοδομηθεί |
1 pl | οικοδομούμε | οικοδομήσουμε, [-ομε] | οικοδομούμαστε | οικοδομηθούμε |
2 pl | οικοδομείτε | οικοδομήσετε | οικοδομείστε | οικοδομηθείτε |
3 pl | οικοδομούν(ε) | οικοδομήσουν(ε) | οικοδομούνται | οικοδομηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | οικοδομούσα | οικοδόμησα | [οικοδομούμουν(α)] | οικοδομήθηκα |
2 sg | οικοδομούσες | οικοδόμησες | [οικοδομούσουν(α)] | οικοδομήθηκες |
3 sg | οικοδομούσε | οικοδόμησε | οικοδομούνταν, {οικοδομείτο} | οικοδομήθηκε |
1 pl | οικοδομούσαμε | οικοδομήσαμε | οικοδομούμασταν, (‑ούμαστε) | οικοδομηθήκαμε |
2 pl | οικοδομούσατε | οικοδομήσατε | [οικοδομούσασταν, (‑ούσαστε)] | οικοδομηθήκατε |
3 pl | οικοδομούσαν(ε) | οικοδόμησαν, οικοδομήσαν(ε) | οικοδομούνταν, {οικοδομούντο} | οικοδομήθηκαν, οικοδομηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα οικοδομώ ➤ | θα οικοδομήσω ➤ | θα οικοδομούμαι ➤ | θα οικοδομηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα οικοδομείς, … | θα οικοδομήσεις, … | θα οικοδομείσαι, … | θα οικοδομηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … οικοδομήσει έχω, έχεις, … οικοδομημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … οικοδομηθεί είμαι, είσαι, … οικοδομημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … οικοδομήσει είχα, είχες, … οικοδομημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … οικοδομηθεί ήμουν, ήσουν, … οικοδομημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … οικοδομήσει θα έχω, θα έχεις, … οικοδομημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … οικοδομηθεί θα είμαι, θα είσαι, … οικοδομημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | οικοδόμησε | — | οικοδομήσου |
2 pl | οικοδομείτε | οικοδομήστε | οικοδομείστε | οικοδομηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | οικοδομώντας ➤ | οικοδομούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας οικοδομήσει ➤ | οικοδομημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | οικοδομήσει | οικοδομηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
edit- οικοδόμος m (oikodómos, “building worker”)
- οικοδομή f (oikodomí, “act/process of building”)
- οικοδόμημα n (oikodómima, “building”)
- οικοδόμηση f (oikodómisi, “act of building”)
- and see: οίκος m (oíkos, “house -formal-”) & δομώ (domó, “I structure”)