περίττωμα
Greek
editEtymology
editLearned borrowing from Ancient Greek περίττωμα (períttōma).[1]
Pronunciation
editNoun
editπερίττωμα • (períttoma) n (plural περιττώματα)
Declension
editDeclension of περίττωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περίττωμα • | περιττώματα • |
genitive | περιττώματος • | περιττωμάτων • |
accusative | περίττωμα • | περιττώματα • |
vocative | περίττωμα • | περιττώματα • |
Related terms
editReferences
edit- ^ περίττωμα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language