|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
πραγματοποιώ
|
πραγματοποιήσω
|
πραγματοποιούμαι
|
πραγματοποιηθώ
|
2 sg
|
πραγματοποιείς
|
πραγματοποιήσεις
|
πραγματοποιείσαι
|
πραγματοποιηθείς
|
3 sg
|
πραγματοποιεί
|
πραγματοποιήσει
|
πραγματοποιείται
|
πραγματοποιηθεί
|
|
1 pl
|
πραγματοποιούμε
|
πραγματοποιήσουμε, [-ομε]
|
πραγματοποιούμαστε, πραγματοποιόμαστε
|
πραγματοποιηθούμε
|
2 pl
|
πραγματοποιείτε
|
πραγματοποιήσετε
|
πραγματοποιείστε, (πραγματοποιόσαστε)
|
πραγματοποιηθείτε
|
3 pl
|
πραγματοποιούν(ε)
|
πραγματοποιήσουν(ε)
|
πραγματοποιούνται
|
πραγματοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
πραγματοποιούσα
|
πραγματοποίησα
|
πραγματοποιούμουν(α), πραγματοποιόμουν(α)
|
πραγματοποιήθηκα
|
2 sg
|
πραγματοποιούσες
|
πραγματοποίησες
|
[πραγματοποιούσουν(α)], πραγματοποιόσουν(α)
|
πραγματοποιήθηκες
|
3 sg
|
πραγματοποιούσε
|
πραγματοποίησε
|
πραγματοποιούνταν, πραγματοποιόταν(ε), {πραγματοποιείτο}
|
πραγματοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
πραγματοποιούσαμε
|
πραγματοποιήσαμε
|
πραγματοποιούμασταν, (‑ούμαστε), πραγματοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
πραγματοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
πραγματοποιούσατε
|
πραγματοποιήσατε
|
[πραγματοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], πραγματοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
πραγματοποιηθήκατε
|
3 pl
|
πραγματοποιούσαν(ε)
|
πραγματοποίησαν, πραγματοποιήσαν(ε)
|
πραγματοποιούνταν, πραγματοποιόνταν(ε), (πραγματοποιόντουσαν), {πραγματοποιούντο}
|
πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα πραγματοποιώ ➤
|
θα πραγματοποιήσω ➤
|
θα πραγματοποιούμαι ➤
|
θα πραγματοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα πραγματοποιείς, …
|
θα πραγματοποιήσεις, …
|
θα πραγματοποιείσαι, …
|
θα πραγματοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … πραγματοποιήσει έχω, έχεις, … πραγματοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … πραγματοποιηθεί είμαι, είσαι, … πραγματοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … πραγματοποιήσει είχα, είχες, … πραγματοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … πραγματοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … πραγματοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … πραγματοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … πραγματοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … πραγματοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … πραγματοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
πραγματοποίησε
|
—
|
πραγματοποιήσου
|
2 pl
|
πραγματοποιείτε
|
πραγματοποιήστε
|
πραγματοποιείστε
|
πραγματοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
πραγματοποιώντας ➤
|
πραγματοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας πραγματοποιήσει ➤
|
πραγματοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
πραγματοποιήσει
|
πραγματοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|