προετοιμασία
Greek
editPronunciation
editNoun
editπροετοιμασία • (proetoimasía) f (plural προετοιμασίες)
- preparation beforehand (the act of getting ready)
Declension
editDeclension of προετοιμασία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προετοιμασία • | προετοιμασίες • |
genitive | προετοιμασίας • | προετοιμασιών • |
accusative | προετοιμασία • | προετοιμασίες • |
vocative | προετοιμασία • | προετοιμασίες • |
Related terms
edit- προετοιμάζω (proetoimázo, “prepare beforehand”)
- ετοιμασία f (etoimasía, “preparation”)
- see: έτοιμος (étoimos, “ready”)