συγκέντρωση
Greek
editNoun
editσυγκέντρωση • (sygkéntrosi) f (plural συγκεντρώσεις)
- centralisation (UK), centralization (US)
- mental concentration
- congregation (large gathering of people)
- assembly (legislative body)
- (chemistry) concentration
- (accounting) accumulation
- gathering
- ασχολούμαι με τη συγκέντρωση αποδείξεων για την αθωότητα του κατηγορούμενου
- I am working on gathering evidence for the innocence of the accused
- ασχολούμαι με τη συγκέντρωση αποδείξεων για την αθωότητα του κατηγορούμενου
Declension
editDeclension of συγκέντρωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | συγκέντρωση • | συγκεντρώσεις • | |
genitive | συγκέντρωσης • | συγκεντρώσεων • | |
accusative | συγκέντρωση • | συγκεντρώσεις • | |
vocative | συγκέντρωση • | συγκεντρώσεις • | |
Older or formal genitive singular: συγκεντρώσεως • |
Related terms
edit- αποκέντρωση f (apokéntrosi, “decentralisation”)
- αποκεντρώνω (apokentróno, “to decentralise”)
- συγκεντρώνω (sygkentróno, “to centralise”)