συγκρουόμενων
See also: συγκρουομένων
Greek
editPronunciation
editNoun
editσυγκρουόμενων • (sygkrouómenon) n
- Genitive plural form of συγκρουόμενο (sygkrouómeno).
Participle
editσυγκρουόμενων • (sygkrouómenon)
συγκρουόμενων • (sygkrouómenon) n
συγκρουόμενων • (sygkrouómenon)