συνεδρίαση
Greek
editEtymology
editLearnedly from συνεδριάζω (synedriázo) + -ση (-si), a calque of French séance and German Sitzung.[1]
Pronunciation
editNoun
editσυνεδρίαση • (synedríasi) f (plural συνεδριάσεις)
Declension
editDeclension of συνεδρίαση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | συνεδρίαση • | συνεδριάσεις • | |
genitive | συνεδρίασης • | συνεδριάσεων • | |
accusative | συνεδρίαση • | συνεδριάσεις • | |
vocative | συνεδρίαση • | συνεδριάσεις • | |
Older or formal genitive singular: συνεδριάσεως • |
Related terms
edit- συνεδρία f (synedría)
- συνεδριάζω (synedriázo)
- συνεδριακός (synedriakós)
- συνέδριο n (synédrio)
- σύνεδρος m or f (sýnedros)
References
edit- ^ συνεδρίαση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language