συντονίζω
Greek
editEtymology
editLearned borrowing from Koine Greek σῠντονίᾱ (suntoníā, “harmony (of sounds; (ancient) intensity”) + -ίζω (-ízo), with semantic loan from German abstimmen (“(reflexive) to synchronize”).[1]
For the "syntonize" meaning, reborrowing and semantic loan from French syntoniser.
Verb
editσυντονίζω • (syntonízo) (past συντόνισα, passive συντονίζομαι, p‑past συντονίστηκα, ppp συντονισμένος)
Conjugation
editσυντονίζω συντονίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συντονίζω | συντονίσω | συντονίζομαι | συντονιστώ |
2 sg | συντονίζεις | συντονίσεις | συντονίζεσαι | συντονιστείς |
3 sg | συντονίζει | συντονίσει | συντονίζεται | συντονιστεί |
1 pl | συντονίζουμε, [‑ομε] | συντονίσουμε, [‑ομε] | συντονιζόμαστε | συντονιστούμε |
2 pl | συντονίζετε | συντονίσετε | συντονίζεστε, συντονιζόσαστε | συντονιστείτε |
3 pl | συντονίζουν(ε) | συντονίσουν(ε) | συντονίζονται | συντονιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συντόνιζα | συντόνισα | συντονιζόμουν(α) | συντονίστηκα |
2 sg | συντόνιζες | συντόνισες | συντονιζόσουν(α) | συντονίστηκες |
3 sg | συντόνιζε | συντόνισε | συντονιζόταν(ε) | συντονίστηκε |
1 pl | συντονίζαμε | συντονίσαμε | συντονιζόμασταν, (‑όμαστε) | συντονιστήκαμε |
2 pl | συντονίζατε | συντονίσατε | συντονιζόσασταν, (‑όσαστε) | συντονιστήκατε |
3 pl | συντόνιζαν, συντονίζαν(ε) | συντόνισαν, συντονίσαν(ε) | συντονίζονταν, (συντονιζόντουσαν) | συντονίστηκαν, συντονιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συντονίζω ➤ | θα συντονίσω ➤ | θα συντονίζομαι ➤ | θα συντονιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συντονίζεις, … | θα συντονίσεις, … | θα συντονίζεσαι, … | θα συντονιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συντονίσει έχω, έχεις, … συντονισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συντονιστεί είμαι, είσαι, … συντονισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συντονίσει είχα, είχες, … συντονισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συντονιστεί ήμουν, ήσουν, … συντονισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συντονίσει θα έχω, θα έχεις, … συντονισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συντονιστεί θα είμαι, θα είσαι, … συντονισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | συντόνιζε | συντόνισε | — | συντονίσου |
2 pl | συντονίζετε | συντονίστε | συντονίζεστε | συντονιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συντονίζοντας ➤ | συντονιζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συντονίσει ➤ | συντονισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συντονίσει | συντονιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
edit- συντονισμένος (syntonisménos, “concerted”, participle)
- συντονισμός m (syntonismós, “coordination”)
References
edit- ^ συντονίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language