τελευταίος
Greek
editEtymology
editFrom Ancient Greek τελευταῖος (teleutaîos, “last”). By surface analysis, τελευτή (teleftí, “end”) + -αίος (-aíos).
Pronunciation
edit- IPA(key): /teleˈfteos/
- Hyphenation: τε‧λευ‧ταί‧ος
- Homophone: τελευταίως (teleftaíos)
Adjective
editτελευταίος • (teleftaíos) m (feminine τελευταία, neuter τελευταίο)
Declension
editDeclension of τελευταίος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τελευταίος • | τελευταία • | τελευταίο • | τελευταίοι • | τελευταίες • | τελευταία • |
genitive | τελευταίου • | τελευταίας • | τελευταίου • | τελευταίων • | τελευταίων • | τελευταίων • |
accusative | τελευταίο • | τελευταία • | τελευταίο • | τελευταίους • | τελευταίες • | τελευταία • |
vocative | τελευταίε • | τελευταία • | τελευταίο • | τελευταίοι • | τελευταίες • | τελευταία • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τελευταίος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τελευταίος, etc.) |
Synonyms
edit- λοίσθιος (loísthios)
Coordinate terms
edit- παραλήγουσα f (paralígousa, “penultimate”)
Derived terms
edit- τελευταία (teleftaía, “recently, lately”)
- τελευταίως (teleftaíos, “recently, lately”) (formal)
See also
edit- τελικός (telikós)