του κώλου
Greek
editPronunciation
editAdjective
editτου κώλου • (tou kólou) (indeclinable) (literally: of the arse)
- Used other than figuratively or idiomatically: see του (tou), κώλου (kólou).
- Γιατί μου έστειλες μια φωτογραφία του κώλου σου;
- Giatí mou ésteiles mia fotografía tou kólou sou?
- Why did you send me a picture of your arse?
- (colloquial, derogatory) worthless, awful, crappy, shitty
- Πέταξε αυτά τα βιβλία του κώλου αυτού του άθλιου συγγραφέα!
- Pétaxe aftá ta vivlía tou kólou aftoú tou áthliou syngraféa!
- Throw those crappy books by that wretched author out!
- Έβαλα τελικά για απόσυρση αυτό τ’ αμάξι του κώλου.
- Évala teliká gia apósyrsi aftó t’ amáxi tou kólou.
- I finally scrapped that worthless car.
Synonyms
edit- (worthless, awful): άχρηστος (áchristos), για πέταμα (gia pétama)