φθινοπωριάτικος
Greek
editEtymology
editφθινόπωρ(ο) (fthinópor(o), “autumn”) + -ιάτικος (-iátikos, “suffix for adjectives denoting time”).[1]
Pronunciation
editAdjective
editφθινοπωριάτικος • (fthinoporiátikos) m (feminine φθινοπωριάτικη, neuter φθινοπωριάτικο)
- during autumn, resembling autumn
- Φθινοπωριάτικες βροχερές μέρες, μέσα στον Ιούλιο!
- Fthinoporiátikes vrocherés méres, mésa ston Ioúlio!
- Autumnal rainy days, in the middle of July!
- (less common as) Alternative form of φθινοπωρινός (fthinoporinós, “autumnal”)
- Φθινοπωρινά φύλλα με φθινοπωριάτικα χρώματα.
- Fthinoporiná fýlla me fthinoporiátika chrómata.
- Leaves of autumn with autumnal colours.
Declension
editDeclension of φθινοπωριάτικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φθινοπωριάτικος • | φθινοπωριάτικη • | φθινοπωριάτικο • | φθινοπωριάτικοι • | φθινοπωριάτικες • | φθινοπωριάτικα • |
genitive | φθινοπωριάτικου • | φθινοπωριάτικης • | φθινοπωριάτικου • | φθινοπωριάτικων • | φθινοπωριάτικων • | φθινοπωριάτικων • |
accusative | φθινοπωριάτικο • | φθινοπωριάτικη • | φθινοπωριάτικο • | φθινοπωριάτικους • | φθινοπωριάτικες • | φθινοπωριάτικα • |
vocative | φθινοπωριάτικε • | φθινοπωριάτικη • | φθινοπωριάτικο • | φθινοπωριάτικοι • | φθινοπωριάτικες • | φθινοπωριάτικα • |
Synonyms
edit- φθινοπωρινός (fthinoporinós)
Derived terms
edit- φθινοπωριάτικα (fthinoporiátika, “in an autumnal way, in an autumnal manner, in autumn”) (adverb)
Related terms
edit- see: φθινόπωρο n (fthinóporo, “autumn”)
Other seasons:
- ανοιξιάτικος (anoixiátikos, “of springl”)
- χειμωνιάτικος (cheimoniátikos, “winter, wintry”)
- καλοκαιριάτικος (kalokairiátikos, “summer, summery”)
References
edit- ^ φθινοπωριάτικος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language