φραγκοφονιάς
Greek
editEtymology
editφράγκο (frágko, “franc, money, drachma”) + φονιάς (foniás, “killer, murderer”).
Pronunciation
editNoun
editφραγκοφονιάς • (fragkofoniás) m (plural φραγκοφονιάδες)
- (colloquial, humorous, derogatory) penny pincher, cheapskate, skinflint (a miserly person)
- Μην περιμένεις να σου αγοράσει καλό χριστουγεννιάτικο δώρο αυτός ο φραγκοφονιάς!
- Min periméneis na sou agorásei kaló christougenniátiko dóro aftós o fragkofoniás!
- Don't expect that penny pincher to buy you a nice Christmas present!
Declension
editDeclension of φραγκοφονιάς
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φραγκοφονιάς • | φραγκοφονιάδες • |
genitive | φραγκοφονιά • | φραγκοφονιάδων • |
accusative | φραγκοφονιά • | φραγκοφονιάδες • |
vocative | φραγκοφονιά • | φραγκοφονιάδες • |
Synonyms
edit- (miser): τσιγκούνης m (tsigkoúnis), σπαγκοραμμένος m (spagkoramménos), εξηνταβελόνης m (exintavelónis)
Antonyms
edit- (antonym(s) of “generous or spendthrift person”): ανοιχτοχέρης m (anoichtochéris), σπάταλος m (spátalos), χουβαρντάς m (chouvarntás)