άγαμος
See also: ἄγαμος
Greek
editAdjective
editάγαμος • (ágamos) m (feminine άγαμη, neuter άγαμο)
- celibate
- unmarried, single
- Synonyms: ανύπαντρος (anýpantros), ανύμφευτος (anýmfeftos), απάντρευτος (apántreftos)
- Antonym: έγγαμος (éngamos)
- bachelor
Declension
editDeclension of άγαμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άγαμος • | άγαμη • | άγαμο • | άγαμοι • | άγαμες • | άγαμα • |
genitive | άγαμου • | άγαμης • | άγαμου • | άγαμων • | άγαμων • | άγαμων • |
accusative | άγαμο • | άγαμη • | άγαμο • | άγαμους • | άγαμες • | άγαμα • |
vocative | άγαμε • | άγαμη • | άγαμο • | άγαμοι • | άγαμες • | άγαμα • |
Related terms
edit- αγαμία f (agamía, “bachelorhood, celibacy”)
Noun
editάγαμος • (ágamos) m (plural άγαμοι)