ακριβομίλητος
Greek
editEtymology
editακριβο- (akrivo-, “in high price -here: precious-”) + (μιλάω) μιλη- ((miláo) mili-, “to talk”) + -τος (-tos).
Pronunciation
editAdjective
editακριβομίλητος • (akrivomílitos) m (feminine ακριβομίλητη, neuter ακριβομίλητο)
Declension
editDeclension of ακριβομίλητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακριβομίλητος • | ακριβομίλητη • | ακριβομίλητο • | ακριβομίλητοι • | ακριβομίλητες • | ακριβομίλητα • |
genitive | ακριβομίλητου • | ακριβομίλητης • | ακριβομίλητου • | ακριβομίλητων • | ακριβομίλητων • | ακριβομίλητων • |
accusative | ακριβομίλητο • | ακριβομίλητη • | ακριβομίλητο • | ακριβομίλητους • | ακριβομίλητες • | ακριβομίλητα • |
vocative | ακριβομίλητε • | ακριβομίλητη • | ακριβομίλητο • | ακριβομίλητοι • | ακριβομίλητες • | ακριβομίλητα • |
Coordinate terms
edit- ακριβολόγος (akrivológos, “speaking precisely and carefully”)
Related terms
edit- ακριβοθώρητος (akrivothóritos, “seldom seen”)
- αμίλητος (amílitos, “silent, speechless”)