ανακατεύω
Greek
editAlternative forms
edit- ανακατώνω (anakatóno)
Etymology
editFrom ανάκατ(ος) (“mixed up”) + -εύω (“suffix for verbs”). Prefix ανα- (“re-”). Also see ανακατώνω (anakatóno).
Pronunciation
editVerb
editανακατεύω • (anakatévo) (past ανακάτεψα, passive ανακατεύομαι, p‑past ανακατεύτηκα, ppp ανακατεμένος)
Conjugation
editανακατεύω ανακατεύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ανακατεύω | ανακατέψω | ανακατεύομαι | ανακατευτώ |
2 sg | ανακατεύεις | ανακατέψεις | ανακατεύεσαι | ανακατευτείς |
3 sg | ανακατεύει | ανακατέψει | ανακατεύεται | ανακατευτεί |
1 pl | ανακατεύουμε, [‑ομε] | ανακατέψουμε, [‑ομε] | ανακατευόμαστε | ανακατευτούμε |
2 pl | ανακατεύετε | ανακατέψετε | ανακατεύεστε, ανακατευόσαστε | ανακατευτείτε |
3 pl | ανακατεύουν(ε) | ανακατέψουν(ε) | ανακατεύονται | ανακατευτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ανακάτευα | ανακάτεψα | ανακατευόμουν(α) | ανακατεύτηκα |
2 sg | ανακάτευες | ανακάτεψες | ανακατευόσουν(α) | ανακατεύτηκες |
3 sg | ανακάτευε | ανακάτεψε | ανακατευόταν(ε) | ανακατεύτηκε |
1 pl | ανακατεύαμε | ανακατέψαμε | ανακατευόμασταν, (‑όμαστε) | ανακατευτήκαμε |
2 pl | ανακατεύατε | ανακατέψατε | ανακατευόσασταν, (‑όσαστε) | ανακατευτήκατε |
3 pl | ανακάτευαν, ανακατεύαν(ε) | ανακάτεψαν, ανακατέψαν(ε) | ανακατεύονταν, (ανακατευόντουσαν) | ανακατεύτηκαν, ανακατευτήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ανακατεύω ➤ | θα ανακατέψω ➤ | θα ανακατεύομαι ➤ | θα ανακατευτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ανακατεύεις, … | θα ανακατέψεις, … | θα ανακατεύεσαι, … | θα ανακατευτείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ανακατέψει έχω, έχεις, … ανακατεμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ανακατευτεί είμαι, είσαι, … ανακατεμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ανακατέψει είχα, είχες, … ανακατεμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ανακατευτεί ήμουν, ήσουν, … ανακατεμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ανακατέψει θα έχω, θα έχεις, … ανακατεμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ανακατευτεί θα είμαι, θα είσαι, … ανακατεμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ανακάτευε | ανακάτεψε, ανακάτευ' 1 | — | ανακατέψου |
2 pl | ανακατεύετε | ανακατέψτε, ανακατεύτε2 | ανακατεύεστε | ανακατευτείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ανακατεύοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ανακατέψει ➤ | ανακατεμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ανακατέψει | ανακατευτεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. ανακάτευ' το ("stir it!") 2. Colloquial. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
edit- (disrupt): αναστατώνω (anastatóno)
- (mix): αναμειγνύω (anameignýo)
Related terms
edit- ανακάτεμα n (anakátema, “disorder, mixing”)
- and see: ανάκατος (anákatos, “mixed up, disorderly”)
Further reading
edit- ανακατεύω, ανακατώνω - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- ανακατεύω & ανακατώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language