Etymology
edit
ανα- (“again”) + πλειστηριάζω (“auction”)
Pronunciation
edit
- IPA(key): /a.na.pli.sti.riˈa.zo/
- Hyphenation: α‧να‧πλει‧στη‧ρι‧ά‧ζω
αναπλειστηριάζω • (anapleistiriázo) (past αναπλειστηρίασα, passive αναπλειστηριάζομαι)
- to reauction, re-auction
Conjugation
edit
αναπλειστηριάζω αναπλειστηριάζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αναπλειστηριάζω
|
αναπλειστηριάσω
|
αναπλειστηριάζομαι
|
αναπλειστηριαστώ
|
2 sg
|
αναπλειστηριάζεις
|
αναπλειστηριάσεις
|
αναπλειστηριάζεσαι
|
αναπλειστηριαστείς
|
3 sg
|
αναπλειστηριάζει
|
αναπλειστηριάσει
|
αναπλειστηριάζεται
|
αναπλειστηριαστεί
|
|
1 pl
|
αναπλειστηριάζουμε, [‑ομε]
|
αναπλειστηριάσουμε, [‑ομε]
|
αναπλειστηριαζόμαστε
|
αναπλειστηριαστούμε
|
2 pl
|
αναπλειστηριάζετε
|
αναπλειστηριάσετε
|
αναπλειστηριάζεστε, αναπλειστηριαζόσαστε
|
αναπλειστηριαστείτε
|
3 pl
|
αναπλειστηριάζουν(ε)
|
αναπλειστηριάσουν(ε)
|
αναπλειστηριάζονται
|
αναπλειστηριαστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αναπλειστηρίαζα
|
αναπλειστηρίασα
|
αναπλειστηριαζόμουν(α)
|
αναπλειστηριάστηκα
|
2 sg
|
αναπλειστηρίαζες
|
αναπλειστηρίασες
|
αναπλειστηριαζόσουν(α)
|
αναπλειστηριάστηκες
|
3 sg
|
αναπλειστηρίαζε
|
αναπλειστηρίασε
|
αναπλειστηριαζόταν(ε)
|
αναπλειστηριάστηκε
|
|
1 pl
|
αναπλειστηριάζαμε
|
αναπλειστηριάσαμε
|
αναπλειστηριαζόμασταν, (‑όμαστε)
|
αναπλειστηριαστήκαμε
|
2 pl
|
αναπλειστηριάζατε
|
αναπλειστηριάσατε
|
αναπλειστηριαζόσασταν, (‑όσαστε)
|
αναπλειστηριαστήκατε
|
3 pl
|
αναπλειστηρίαζαν, αναπλειστηριάζαν(ε)
|
αναπλειστηρίασαν, αναπλειστηριάσαν(ε)
|
αναπλειστηριάζονταν, (αναπλειστηριαζόντουσαν)
|
αναπλειστηριάστηκαν, αναπλειστηριαστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αναπλειστηριάζω ➤
|
θα αναπλειστηριάσω ➤
|
θα αναπλειστηριάζομαι ➤
|
θα αναπλειστηριαστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αναπλειστηριάζεις, …
|
θα αναπλειστηριάσεις, …
|
θα αναπλειστηριάζεσαι, …
|
θα αναπλειστηριαστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αναπλειστηριάσει
|
έχω, έχεις, … αναπλειστηριαστεί
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αναπλειστηριάσει
|
είχα, είχες, … αναπλειστηριαστεί
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αναπλειστηριάσει
|
θα έχω, θα έχεις, … αναπλειστηριαστεί
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αναπλειστηρίαζε
|
αναπλειστηρίασε
|
—
|
αναπλειστηριάσου
|
2 pl
|
αναπλειστηριάζετε
|
αναπλειστηριάστε
|
αναπλειστηριάζεστε
|
αναπλειστηριαστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αναπλειστηριάζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αναπλειστηριάσει ➤
|
—
|
|
Nonfinite form➤
|
αναπλειστηριάσει
|
αναπλειστηριαστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Related terms
edit
References
edit