|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ανατινάζω (ανατινάσσω →)
|
ανατινάξω
|
ανατινάζομαι
|
ανατιναχτώ, ανατιναχθώ3
|
2 sg
|
ανατινάζεις
|
ανατινάξεις
|
ανατινάζεσαι
|
ανατιναχτείς, ανατιναχθείς
|
3 sg
|
ανατινάζει
|
ανατινάξει
|
ανατινάζεται
|
ανατιναχτεί, ανατιναχθεί
|
|
1 pl
|
ανατινάζουμε, [‑ομε]
|
ανατινάξουμε, [‑ομε]
|
ανατιναζόμαστε
|
ανατιναχτούμε, ανατιναχθούμε
|
2 pl
|
ανατινάζετε
|
ανατινάξετε
|
ανατινάζεστε, ανατιναζόσαστε
|
ανατιναχτείτε, ανατιναχθείτε
|
3 pl
|
ανατινάζουν(ε)
|
ανατινάξουν(ε)
|
ανατινάζονται
|
ανατιναχτούν(ε), ανατιναχθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ανατίναζα
|
ανατίναξα
|
ανατιναζόμουν(α)
|
ανατινάχτηκα, ανατινάχθηκα3
|
2 sg
|
ανατίναζες
|
ανατίναξες
|
ανατιναζόσουν(α)
|
ανατινάχτηκες, ανατινάχθηκες
|
3 sg
|
ανατίναζε
|
ανατίναξε
|
ανατιναζόταν(ε)
|
ανατινάχτηκε, ανατινάχθηκε
|
|
1 pl
|
ανατινάζαμε
|
ανατινάξαμε
|
ανατιναζόμασταν, (‑όμαστε)
|
ανατιναχτήκαμε, ανατιναχθήκαμε
|
2 pl
|
ανατινάζατε
|
ανατινάξατε
|
ανατιναζόσασταν, (‑όσαστε)
|
ανατιναχτήκατε, ανατιναχθήκατε
|
3 pl
|
ανατίναζαν, ανατινάζαν(ε)
|
ανατίναξαν, ανατινάξαν(ε)
|
ανατινάζονταν, (ανατιναζόντουσαν)
|
ανατινάχτηκαν, ανατιναχτήκαν(ε), ανατινάχθηκαν, ανατιναχθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ανατινάζω ➤
|
θα ανατινάξω ➤
|
θα ανατινάζομαι ➤
|
θα ανατιναχτώ / ανατιναχθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ανατινάζεις, …
|
θα ανατινάξεις, …
|
θα ανατινάζεσαι, …
|
θα ανατιναχτείς / ανατιναχθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ανατινάξει
|
έχω, έχεις, … ανατιναχτεί / ανατιναχθεί είμαι, είσαι, … ανατιναγμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ανατινάξει
|
είχα, είχες, … ανατιναχτεί / ανατιναχθεί ήμουν, ήσουν, … ανατιναγμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ανατινάξει
|
θα έχω, θα έχεις, … ανατιναχτεί / ανατιναχθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανατιναγμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
ανατίναζε
|
ανατίναξε, ανατίναχ' 1
|
—
|
ανατινάξου
|
2 pl
|
ανατινάζετε
|
ανατινάξτε, ανατινάχτε2
|
ανατινάζεστε
|
ανατιναχτείτε, ανατιναχθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ανατινάζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ανατινάξει ➤
|
ανατιναγμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
ανατινάξει
|
ανατιναχτεί, ανατιναχθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. ανατίναχ' το 2. Colloquial. 3. The passive {-χθ-} types are formal. They come from the alternative formal verb ανατινάσσω • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|