ανατολή
Greek
editEtymology
editFrom Ancient Greek ἀνατολή (anatolḗ, “sunrise, place from where the sun rises, the east”), from ἀνατέλλω (anatéllō, “I rise up”), from ἀνά (aná, “up”) + τέλλω (téllō, “I perform, accomplish, rise”).
Pronunciation
editNoun
editανατολή • (anatolí) f (plural ανατολές)
- east, East
- από την ανατολή ως την δύση ― apó tin anatolí os tin dýsi ― from east to west
- sunrise, dawn; moonrise
- από την ανατολή ως την δύση ― apó tin anatolí os tin dýsi ― from sunrise to sunset
- (the) Orient, (the) East
Declension
editDeclension of ανατολή
Synonyms
editAntonyms
edit- δύση f (dýsi, “west”)
Coordinate terms
editRelated terms
edit- ανατέλλω (anatéllo, “to rise”)
- Ανατολία f (Anatolía, “Anatolia”)
- ανατολικά (anatoliká, “in the east”, adverb)
- ανατολικά-βορειοανατολικά n pl (anatoliká-voreioanatoliká, “east-northeast”)
- ανατολικά-νοτιοανατολικά n pl (anatoliká-notioanatoliká, “east-southeast”)
- ανατολικός (anatolikós, “eastern, easterly”)
- Ανατολικός Ορθόδοξος (Anatolikós Orthódoxos, “Eastern Orthodox”)
- ανατολιστής m (anatolistís, “orientalist”)
- ανατολίστρια f (anatolístria, “orientalist”)
- ανατολίτης (anatolítis, “oriental”)
- ανατολίτικος (anatolítikos, “oriental”)
- Άπω Ανατολή f (Ápo Anatolí, “Far East”)
- βορειοανατολικά n pl (voreioanatoliká, “northeast”)
- Εγγύς Ανατολή f (Engýs Anatolí, “Near East”)
- Μέση Ανατολή f (Mési Anatolí, “Middle East”)
- νοτιοανατολικά n pl (notioanatoliká, “southeast”)
- προσανατολισμός (prosanatolismós, “orientation”)
Further reading
edit- ανατολή on the Greek Wikipedia.Wikipedia el