|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αναφυτεύω
|
αναφυτεύσω
|
αναφυτεύομαι
|
αναφυτευθώ, αναφυτευτώ
|
2 sg
|
αναφυτεύεις
|
αναφυτεύσεις
|
αναφυτεύεσαι
|
αναφυτευθείς, αναφυτευτείς
|
3 sg
|
αναφυτεύει
|
αναφυτεύσει
|
αναφυτεύεται
|
αναφυτευθεί, αναφυτευτεί
|
|
1 pl
|
αναφυτεύουμε, [‑ομε]
|
αναφυτεύσουμε, [‑ομε]
|
αναφυτευόμαστε
|
αναφυτευθούμε, αναφυτευτούμε
|
2 pl
|
αναφυτεύετε
|
αναφυτεύσετε
|
αναφυτεύεστε, αναφυτευόσαστε
|
αναφυτευθείτε, αναφυτευτείτε
|
3 pl
|
αναφυτεύουν(ε)
|
αναφυτεύσουν(ε)
|
αναφυτεύονται
|
αναφυτευθούν(ε), αναφυτευτούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αναφύτευα
|
αναφύτευσα1
|
αναφυτευόμουν(α)
|
αναφυτεύθηκα, αναφυτεύτηκα
|
2 sg
|
αναφύτευες
|
αναφύτευσες
|
αναφυτευόσουν(α)
|
αναφυτεύθηκες, αναφυτεύτηκες
|
3 sg
|
αναφύτευε
|
αναφύτευσε
|
αναφυτευόταν(ε)
|
αναφυτεύθηκε, αναφυτεύτηκε
|
|
1 pl
|
αναφυτεύαμε
|
αναφυτεύσαμε
|
αναφυτευόμασταν, (‑όμαστε)
|
αναφυτευθήκαμε, αναφυτευτήκαμε
|
2 pl
|
αναφυτεύατε
|
αναφυτεύσατε
|
αναφυτευόσασταν, (‑όσαστε)
|
αναφυτευθήκατε, αναφυτευτήκατε
|
3 pl
|
αναφύτευαν, αναφυτεύαν(ε)
|
αναφύτευσαν, αναφυτεύσαν(ε)
|
αναφυτεύονταν, (αναφυτευόντουσαν)
|
αναφυτεύθηκαν, αναφυτευθήκαν(ε), αναφυτεύτηκαν, αναφυτευτήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αναφυτεύω ➤
|
θα αναφυτεύσω ➤
|
θα αναφυτεύομαι ➤
|
θα αναφυτευθώ / αναφυτευτώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αναφυτεύεις, …
|
θα αναφυτεύσεις, …
|
θα αναφυτεύεσαι, …
|
θα αναφυτευθείς / αναφυτευτείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αναφυτεύσει
|
έχω, έχεις, … αναφυτευθεί / αναφυτευτεί είμαι, είσαι, … αναφυτευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αναφυτεύσει
|
είχα, είχες, … αναφυτευθεί / αναφυτευτεί ήμουν, ήσουν, … αναφυτευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αναφυτεύσει
|
θα έχω, θα έχεις, … αναφυτευθεί / αναφυτευτεί θα είμαι, θα είσαι, … αναφυτευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αναφύτευε
|
αναφύτευσε
|
—
|
αναφυτεύσου
|
2 pl
|
αναφυτεύετε
|
αναφυτεύστε
|
αναφυτεύεστε
|
αναφυτευθείτε, αναφυτευτείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αναφυτεύοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αναφυτεύσει ➤
|
αναφυτευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αναφυτεύσει
|
αναφυτευθεί, αναφυτευτεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Also rare colloquial αναφύτεψα (anafýtepsa), analogous to the standard ξαναφύτεψα (xanafýtepsa, “I planted again”) • Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ-. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|