αντιμοναρχικό

Greek

edit

Adjective

edit

αντιμοναρχικό (antimonarchikó)

  1. Accusative masculine singular form of αντιμοναρχικός (antimonarchikós).
  2. Nominative, accusative and vocative neuter singular form of αντιμοναρχικός (antimonarchikós).

Noun

edit

αντιμοναρχικό (antimonarchikóm

  1. Accusative singular form of αντιμοναρχικός (antimonarchikós).