|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αντισταθμίζω
|
αντισταθμίσω
|
αντισταθμίζομαι
|
αντισταθμιστώ
|
2 sg
|
αντισταθμίζεις
|
αντισταθμίσεις
|
αντισταθμίζεσαι
|
αντισταθμιστείς
|
3 sg
|
αντισταθμίζει
|
αντισταθμίσει
|
αντισταθμίζεται
|
αντισταθμιστεί
|
|
1 pl
|
αντισταθμίζουμε, [‑ομε]
|
αντισταθμίσουμε, [‑ομε]
|
αντισταθμιζόμαστε
|
αντισταθμιστούμε
|
2 pl
|
αντισταθμίζετε
|
αντισταθμίσετε
|
αντισταθμίζεστε, αντισταθμιζόσαστε
|
αντισταθμιστείτε
|
3 pl
|
αντισταθμίζουν(ε)
|
αντισταθμίσουν(ε)
|
αντισταθμίζονται
|
αντισταθμιστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αντιστάθμιζα
|
αντιστάθμισα
|
αντισταθμιζόμουν(α)
|
αντισταθμίστηκα
|
2 sg
|
αντιστάθμιζες
|
αντιστάθμισες
|
αντισταθμιζόσουν(α)
|
αντισταθμίστηκες
|
3 sg
|
αντιστάθμιζε
|
αντιστάθμισε
|
αντισταθμιζόταν(ε)
|
αντισταθμίστηκε
|
|
1 pl
|
αντισταθμίζαμε
|
αντισταθμίσαμε
|
αντισταθμιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
αντισταθμιστήκαμε
|
2 pl
|
αντισταθμίζατε
|
αντισταθμίσατε
|
αντισταθμιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
αντισταθμιστήκατε
|
3 pl
|
αντιστάθμιζαν, αντισταθμίζαν(ε)
|
αντιστάθμισαν, αντισταθμίσαν(ε)
|
αντισταθμίζονταν, (αντισταθμιζόντουσαν)
|
αντισταθμίστηκαν, αντισταθμιστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αντισταθμίζω ➤
|
θα αντισταθμίσω ➤
|
θα αντισταθμίζομαι ➤
|
θα αντισταθμιστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αντισταθμίζεις, …
|
θα αντισταθμίσεις, …
|
θα αντισταθμίζεσαι, …
|
θα αντισταθμιστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αντισταθμίσει έχω, έχεις, … αντισταθμισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αντισταθμιστεί είμαι, είσαι, … αντισταθμισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αντισταθμίσει είχα, είχες, … αντισταθμισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αντισταθμιστεί ήμουν, ήσουν, … αντισταθμισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αντισταθμίσει θα έχω, θα έχεις, … αντισταθμισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αντισταθμιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αντισταθμισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αντιστάθμιζε
|
αντιστάθμισε
|
—
|
αντισταθμίσου
|
2 pl
|
αντισταθμίζετε
|
αντισταθμίστε
|
αντισταθμίζεστε
|
αντισταθμιστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αντισταθμίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αντισταθμίσει ➤
|
αντισταθμισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αντισταθμίσει
|
αντισταθμιστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|