αποτελεσματικό
Greek
editAdjective
editαποτελεσματικό • (apotelesmatikó)
- Accusative masculine singular form of αποτελεσματικός (apotelesmatikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of αποτελεσματικός (apotelesmatikós).
αποτελεσματικό • (apotelesmatikó)