αφρικανικό
See also: αφρικάνικο
Greek
editAdjective
editαφρικανικό • (afrikanikó)
- Accusative masculine singular form of αφρικανικός (afrikanikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of αφρικανικός (afrikanikós).
αφρικανικό • (afrikanikó)