|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
βελτιστοποιώ
|
βελτιστοποιήσω
|
βελτιστοποιούμαι
|
βελτιστοποιηθώ
|
2 sg
|
βελτιστοποιείς
|
βελτιστοποιήσεις
|
βελτιστοποιείσαι
|
βελτιστοποιηθείς
|
3 sg
|
βελτιστοποιεί
|
βελτιστοποιήσει
|
βελτιστοποιείται
|
βελτιστοποιηθεί
|
|
1 pl
|
βελτιστοποιούμε
|
βελτιστοποιήσουμε, [-ομε]
|
βελτιστοποιούμαστε, βελτιστοποιόμαστε
|
βελτιστοποιηθούμε
|
2 pl
|
βελτιστοποιείτε
|
βελτιστοποιήσετε
|
βελτιστοποιείστε, (βελτιστοποιόσαστε)
|
βελτιστοποιηθείτε
|
3 pl
|
βελτιστοποιούν(ε)
|
βελτιστοποιήσουν(ε)
|
βελτιστοποιούνται
|
βελτιστοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
βελτιστοποιούσα
|
βελτιστοποίησα
|
βελτιστοποιούμουν(α), βελτιστοποιόμουν(α)
|
βελτιστοποιήθηκα
|
2 sg
|
βελτιστοποιούσες
|
βελτιστοποίησες
|
[βελτιστοποιούσουν(α)], βελτιστοποιόσουν(α)
|
βελτιστοποιήθηκες
|
3 sg
|
βελτιστοποιούσε
|
βελτιστοποίησε
|
βελτιστοποιούνταν, βελτιστοποιόταν(ε), {βελτιστοποιείτο}
|
βελτιστοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
βελτιστοποιούσαμε
|
βελτιστοποιήσαμε
|
βελτιστοποιούμασταν, (‑ούμαστε), βελτιστοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
βελτιστοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
βελτιστοποιούσατε
|
βελτιστοποιήσατε
|
[βελτιστοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], βελτιστοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
βελτιστοποιηθήκατε
|
3 pl
|
βελτιστοποιούσαν(ε)
|
βελτιστοποίησαν, βελτιστοποιήσαν(ε)
|
βελτιστοποιούνταν, βελτιστοποιόνταν(ε), (βελτιστοποιόντουσαν), {βελτιστοποιούντο}
|
βελτιστοποιήθηκαν, βελτιστοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα βελτιστοποιώ ➤
|
θα βελτιστοποιήσω ➤
|
θα βελτιστοποιούμαι ➤
|
θα βελτιστοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα βελτιστοποιείς, …
|
θα βελτιστοποιήσεις, …
|
θα βελτιστοποιείσαι, …
|
θα βελτιστοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … βελτιστοποιήσει έχω, έχεις, … βελτιστοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … βελτιστοποιηθεί είμαι, είσαι, … βελτιστοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … βελτιστοποιήσει είχα, είχες, … βελτιστοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … βελτιστοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … βελτιστοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … βελτιστοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … βελτιστοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … βελτιστοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … βελτιστοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
βελτιστοποίησε
|
—
|
βελτιστοποιήσου
|
2 pl
|
βελτιστοποιείτε
|
βελτιστοποιήστε
|
βελτιστοποιείστε
|
βελτιστοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
βελτιστοποιώντας ➤
|
βελτιστοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας βελτιστοποιήσει ➤
|
βελτιστοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
βελτιστοποιήσει
|
βελτιστοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|