δάνειο
Greek
editEtymology
editFrom Ancient Greek δάνειον (dáneion).
Noun
editδάνειο • (dáneio) n (plural δάνεια)
Declension
editDeclension of δάνειο
Related terms
edit- αδάνειστος (adáneistos, “not loanable”)
- δανείζω (daneízo, “to loan”)
- δάνειος (dáneios, “on loan, loanable”, adjective)
- μεταφραστικό δάνειο n (metafrastikó dáneio, “calque, loan translation”) (μτφρδ. (mtfrd.))
- σημασιολογικό δάνειο n (simasiologikó dáneio, “semantic loan”) (σημδ. (simd.))
- στεγαστικό δάνειο n (stegastikó dáneio, “home loan”)
- and see: αντιδάνειο n (antidáneio, “repatriated loanword”)
Further reading
edit- δάνειο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language