|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
διπλασιάζω
|
διπλασιάσω
|
διπλασιάζομαι
|
διπλασιαστώ
|
2 sg
|
διπλασιάζεις
|
διπλασιάσεις
|
διπλασιάζεσαι
|
διπλασιαστείς
|
3 sg
|
διπλασιάζει
|
διπλασιάσει
|
διπλασιάζεται
|
διπλασιαστεί
|
|
1 pl
|
διπλασιάζουμε, [‑ομε]
|
διπλασιάσουμε, [‑ομε]
|
διπλασιαζόμαστε
|
διπλασιαστούμε
|
2 pl
|
διπλασιάζετε
|
διπλασιάσετε
|
διπλασιάζεστε, διπλασιαζόσαστε
|
διπλασιαστείτε
|
3 pl
|
διπλασιάζουν(ε)
|
διπλασιάσουν(ε)
|
διπλασιάζονται
|
διπλασιαστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
διπλασίαζα
|
διπλασίασα
|
διπλασιαζόμουν(α)
|
διπλασιάστηκα
|
2 sg
|
διπλασίαζες
|
διπλασίασες
|
διπλασιαζόσουν(α)
|
διπλασιάστηκες
|
3 sg
|
διπλασίαζε
|
διπλασίασε
|
διπλασιαζόταν(ε)
|
διπλασιάστηκε
|
|
1 pl
|
διπλασιάζαμε
|
διπλασιάσαμε
|
διπλασιαζόμασταν, (‑όμαστε)
|
διπλασιαστήκαμε
|
2 pl
|
διπλασιάζατε
|
διπλασιάσατε
|
διπλασιαζόσασταν, (‑όσαστε)
|
διπλασιαστήκατε
|
3 pl
|
διπλασίαζαν, διπλασιάζαν(ε)
|
διπλασίασαν, διπλασιάσαν(ε)
|
διπλασιάζονταν, (διπλασιαζόντουσαν)
|
διπλασιάστηκαν, διπλασιαστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα διπλασιάζω ➤
|
θα διπλασιάσω ➤
|
θα διπλασιάζομαι ➤
|
θα διπλασιαστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα διπλασιάζεις, …
|
θα διπλασιάσεις, …
|
θα διπλασιάζεσαι, …
|
θα διπλασιαστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … διπλασιάσει έχω, έχεις, … διπλασιασμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … διπλασιαστεί είμαι, είσαι, … διπλασιασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … διπλασιάσει είχα, είχες, … διπλασιασμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … διπλασιαστεί ήμουν, ήσουν, … διπλασιασμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … διπλασιάσει θα έχω, θα έχεις, … διπλασιασμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … διπλασιαστεί θα είμαι, θα είσαι, … διπλασιασμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
διπλασίαζε
|
διπλασίασε
|
—
|
διπλασιάσου
|
2 pl
|
διπλασιάζετε
|
διπλασιάστε
|
διπλασιάζεστε
|
διπλασιαστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
διπλασιάζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας διπλασιάσει ➤
|
διπλασιασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
διπλασιάσει
|
διπλασιαστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|