|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
δολοφονώ
|
δολοφονήσω
|
δολοφονούμαι, δολοφονιέμαι1
|
δολοφονηθώ
|
2 sg
|
δολοφονείς
|
δολοφονήσεις
|
δολοφονείσαι - δολοφονιέσαι
|
δολοφονηθείς
|
3 sg
|
δολοφονεί
|
δολοφονήσει
|
δολοφονείται - δολοφονιέται
|
δολοφονηθεί
|
|
1 pl
|
δολοφονούμε
|
δολοφονήσουμε, [-ομε]
|
δολοφονούμαστε - δολοφονιόμαστε
|
δολοφονηθούμε
|
2 pl
|
δολοφονείτε
|
δολοφονήσετε
|
δολοφονείστε - δολοφονιέστε, δολοφονιόσαστε
|
δολοφονηθείτε
|
3 pl
|
δολοφονούν(ε)
|
δολοφονήσουν(ε)
|
δολοφονούνται - δολοφονιούνται, δολοφονιόνται
|
δολοφονηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
δολοφονούσα
|
δολοφόνησα
|
[δολοφονούμουν(α)] - δολοφονιόμουν(α)1
|
δολοφονήθηκα
|
2 sg
|
δολοφονούσες
|
δολοφόνησες
|
[δολοφονούσουν(α)] - δολοφονιόσουν(α)
|
δολοφονήθηκες
|
3 sg
|
δολοφονούσε
|
δολοφόνησε
|
δολοφονούνταν, {δολοφονείτο} - δολοφονιόταν(ε)
|
δολοφονήθηκε
|
|
1 pl
|
δολοφονούσαμε
|
δολοφονήσαμε
|
δολοφονούμασταν, (‑ούμαστε) - δολοφονιόμασταν, (‑ιόμαστε)
|
δολοφονηθήκαμε
|
2 pl
|
δολοφονούσατε
|
δολοφονήσατε
|
[δολοφονούσασταν, (‑ούσαστε)] - δολοφονιόσασταν, (‑ιόσαστε)
|
δολοφονηθήκατε
|
3 pl
|
δολοφονούσαν(ε)
|
δολοφόνησαν, δολοφονήσαν(ε)
|
δολοφονούνταν, {δολοφονούντο} - δολοφονιούνταν, (δολοφονιόντουσαν)
|
δολοφονήθηκαν, δολοφονηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα δολοφονώ ➤
|
θα δολοφονήσω ➤
|
θα δολοφονούμαι - δολοφονιέμαι ➤
|
θα δολοφονηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα δολοφονείς, …
|
θα δολοφονήσεις, …
|
θα δολοφονείσαι - δολοφονιέσαι, …
|
θα δολοφονηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … δολοφονήσει έχω, έχεις, … δολοφονημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … δολοφονηθεί είμαι, είσαι, … δολοφονημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … δολοφονήσει είχα, είχες, … δολοφονημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … δολοφονηθεί ήμουν, ήσουν, … δολοφονημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … δολοφονήσει θα έχω, θα έχεις, … δολοφονημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … δολοφονηθεί θα είμαι, θα είσαι, … δολοφονημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
δολοφόνησε
|
—
|
δολοφονήσου
|
2 pl
|
δολοφονείτε
|
δολοφονήστε
|
δολοφονείστε - δολοφονιέστε
|
δολοφονηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
δολοφονώντας ➤
|
δολοφονούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας δολοφονήσει ➤
|
δολοφονημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
δολοφονήσει
|
δολοφονηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. The passive forms with -ιέμαι, -ιόμουν are less formal. • Second passive forms are colloquial. Found chiefly in the passive imperfect. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|