ελεύθερος
See also: ἐλεύθερος
Greek
editAlternative forms
edit- λεύτερος (léfteros) (folksy or literary)
Etymology
editLearned borrowing from Ancient Greek ἐλεύθερος (eleútheros).[1] Compare to the inherited λεύτερος (léfteros).
Pronunciation
editAdjective
editελεύθερος • (eléftheros) m (feminine ελεύθερη or ελευθέρα, neuter ελεύθερο)
Declension
editDeclension of ελεύθερος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ελεύθερος • | ελεύθερη • | ελεύθερο • | ελεύθεροι • | ελεύθερες • | ελεύθερα • |
genitive | ελεύθερου • | ελεύθερης • | ελεύθερου • | ελεύθερων • | ελεύθερων • | ελεύθερων • |
accusative | ελεύθερο • | ελεύθερη • | ελεύθερο • | ελεύθερους • | ελεύθερες • | ελεύθερα • |
vocative | ελεύθερε • | ελεύθερη • | ελεύθερο • | ελεύθεροι • | ελεύθερες • | ελεύθερα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ελεύθερος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ελεύθερος, etc.) | |||||
notes | * And a formal, dated feminine ελευθέρα (elefthéra) as in ancient ἐλευθέρα (eleuthéra) used in singular, in expressions like ελευθέρα ζώνη (elefthéra zóni). |
Related terms
edit- ελεύθερο n (eléfthero, “authorisation, freestyle”)
- and see: ελευθερία f (elefthería, “freedom”)
References
edit- ^ ελεύθερος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language