εξετάζομαι
See also: ἐξετάζομαι
Greek
editPronunciation
editVerb
editεξετάζομαι • (exetázomai) passive (past εξετάστηκα/εξετάσθηκα, active εξετάζω)
Conjugation
edit- for this verb's full conjugation see the active form
εξετάζομαι • (exetázomai) passive (past εξετάστηκα/εξετάσθηκα, active εξετάζω)