εξοικειωμένος
Greek
editPronunciation
editParticiple
editεξοικειωμένος • (exoikeioménos) m (feminine εξοικειωμένη, neuter εξοικειωμένο)
- passive perfect participle of εξοικειώνω (exoikeióno) and εξοικειώνομαι (exoikeiónomai): familiar, familiarized, acquainted
Declension
editDeclension of εξοικειωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξοικειωμένος • | εξοικειωμένη • | εξοικειωμένο • | εξοικειωμένοι • | εξοικειωμένες • | εξοικειωμένα • |
genitive | εξοικειωμένου • | εξοικειωμένης • | εξοικειωμένου • | εξοικειωμένων • | εξοικειωμένων • | εξοικειωμένων • |
accusative | εξοικειωμένο • | εξοικειωμένη • | εξοικειωμένο • | εξοικειωμένους • | εξοικειωμένες • | εξοικειωμένα • |
vocative | εξοικειωμένε • | εξοικειωμένη • | εξοικειωμένο • | εξοικειωμένοι • | εξοικειωμένες • | εξοικειωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξοικειωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξοικειωμένος, etc.) |
Antonyms
edit- ανεξοικείωτος (anexoikeíotos)
References
edit- εξοικειώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language