εστιάζω
Greek
editEtymology
editLearnedly from εστί(α) (estí(a), “focus”) + -άζω (-ázo), a calque of French focaliser. [1]
Pronunciation
editVerb
editεστιάζω • (estiázo) (past εστίασα, passive εστιάζομαι, p‑past εστιάστηκα/εστιάσθηκα, ppp εστιασμένος)
- (transitive) to focus (to cause (rays of light, etc) to converge at a single point)
- (transitive) to focus (to adjust (a lens, an optical instrument) in order to position an image with respect to the focal plane)
- (transitive) to focus (to direct attention, effort, or energy to a particular audience or task)
Conjugation
editεστιάζω εστιάζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εστιάζω | εστιάσω | εστιάζομαι | εστιαστώ, εστιασθώ |
2 sg | εστιάζεις | εστιάσεις | εστιάζεσαι | εστιαστείς, εστιασθείς |
3 sg | εστιάζει | εστιάσει | εστιάζεται | εστιαστεί, εστιασθεί |
1 pl | εστιάζουμε, [‑ομε] | εστιάσουμε, [‑ομε] | εστιαζόμαστε | εστιαστούμε, εστιασθούμε |
2 pl | εστιάζετε | εστιάσετε | εστιάζεστε, εστιαζόσαστε | εστιαστείτε, εστιασθείτε |
3 pl | εστιάζουν(ε) | εστιάσουν(ε) | εστιάζονται | εστιαστούν(ε), εστιασθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εστίαζα | εστίασα | εστιαζόμουν(α) | εστιάστηκα, εστιάσθηκα |
2 sg | εστίαζες | εστίασες | εστιαζόσουν(α) | εστιάστηκες, εστιάσθηκες |
3 sg | εστίαζε | εστίασε | εστιαζόταν(ε) | εστιάστηκε, εστιάσθηκε |
1 pl | εστιάζαμε | εστιάσαμε | εστιαζόμασταν, (‑όμαστε) | εστιαστήκαμε, εστιασθήκαμε |
2 pl | εστιάζατε | εστιάσατε | εστιαζόσασταν, (‑όσαστε) | εστιαστήκατε, εστιασθήκατε |
3 pl | εστίαζαν, εστιάζαν(ε) | εστίασαν, εστιάσαν(ε) | εστιάζονταν, (εστιαζόντουσαν) | εστιάστηκαν, εστιαστήκαν(ε), εστιάσθηκαν, εστιασθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εστιάζω ➤ | θα εστιάσω ➤ | θα εστιάζομαι ➤ | θα εστιαστώ / εστιασθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εστιάζεις, … | θα εστιάσεις, … | θα εστιάζεσαι, … | θα εστιαστείς / εστιασθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εστιάσει έχω, έχεις, … εστιασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εστιαστεί / εστιασθεί είμαι, είσαι, … εστιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εστιάσει είχα, είχες, … εστιασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εστιαστεί / εστιασθεί ήμουν, ήσουν, … εστιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εστιάσει θα έχω, θα έχεις, … εστιασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εστιαστεί / εστιασθεί θα είμαι, θα είσαι, … εστιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | εστίαζε | εστίασε | — | εστιάσου |
2 pl | εστιάζετε | εστιάστε | εστιάζεστε | εστιαστείτε, εστιασθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εστιάζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εστιάσει ➤ | εστιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εστιάσει | εστιαστεί, εστιασθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
edit- εστίαση f (estíasi)
Related terms
edit- see: εστία n (estía)
References
edit- ^ εστιάζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language