θλιβερός
Greek
editPronunciation
editAdjective
editθλιβερός • (thliverós) m (feminine θλιβερή, neuter θλιβερό)
- dreary, grievous, lamentable, sad, unfortunate
- Είναι καιρός να τελειώσει αυτός ο θλιβερός πόλεμος.
- Eínai kairós na teleiósei aftós o thliverós pólemos.
- It's time to end this unfortunate war.
Declension
editDeclension of θλιβερός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θλιβερός • | θλιβερή • | θλιβερό • | θλιβεροί • | θλιβερές • | θλιβερά • |
genitive | θλιβερού • | θλιβερής • | θλιβερού • | θλιβερών • | θλιβερών • | θλιβερών • |
accusative | θλιβερό • | θλιβερή • | θλιβερό • | θλιβερούς • | θλιβερές • | θλιβερά • |
vocative | θλιβερέ • | θλιβερή • | θλιβερό • | θλιβεροί • | θλιβερές • | θλιβερά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θλιβερός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θλιβερός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Related terms
edit- θλίβω (thlívo, “sadden”)
- and see: θλίψη f (thlípsi, “sorrow, sadness”)