κοσμηματοπωλείο
Greek
editEtymology
editFrom κοσμηματ- (kosmimat-) + -ο- (-o-) + -πωλείο (-poleío).
Pronunciation
editNoun
editκοσμηματοπωλείο • (kosmimatopoleío) n (plural κοσμηματοπωλεία)
- jeweller's, jewellery shop (UK), jeweler's, jewelry store (US)
- Synonym: αδαμαντοπωλείο (adamantopoleío)
Declension
editDeclension of κοσμηματοπωλείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κοσμηματοπωλείο • | κοσμηματοπωλεία • |
genitive | κοσμηματοπωλείου • | κοσμηματοπωλείων • |
accusative | κοσμηματοπωλείο • | κοσμηματοπωλεία • |
vocative | κοσμηματοπωλείο • | κοσμηματοπωλεία • |
Related terms
edit- see: κόσμημα (kósmima, “jewel”)
Further reading
edit- κοσμηματοπωλείο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language