μισώ
Greek
editEtymology
editInherited from Ancient Greek μισῶ (misô), contracted form of μισέω (miséō).
Pronunciation
editVerb
editμισώ • (misó) (past μίσησα, passive μισούμαι/μισιέμαι, p‑past μισήθηκα, ppp μισημένος)
- to hate
Conjugation
editμισώ, μισούμαι / μισιέμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | μισώ | μισήσω | μισούμαι - μισιέμαι1 | μισηθώ |
2 sg | μισείς | μισήσεις | μισείσαι - μισιέσαι | μισηθείς |
3 sg | μισεί | μισήσει | μισείται - μισιέται | μισηθεί |
1 pl | μισούμε | μισήσουμε, [-ομε] | μισούμαστε - μισιόμαστε | μισηθούμε |
2 pl | μισείτε | μισήσετε | μισείστε - μισιέστε, μισιόσαστε | μισηθείτε |
3 pl | μισούν(ε) | μισήσουν(ε) | μισούνται - μισιούνται, μισιόνται | μισηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | μισούσα | μίσησα | [μισούμουν(α)] - μισιόμουν(α)1 | μισήθηκα |
2 sg | μισούσες | μίσησες | [μισούσουν(α)] - μισιόσουν(α) | μισήθηκες |
3 sg | μισούσε | μίσησε | μισούνταν, {μισείτο} - μισιόταν(ε) | μισήθηκε |
1 pl | μισούσαμε | μισήσαμε | μισούμασταν, (‑ούμαστε) - μισιόμασταν, (‑ιόμαστε) | μισηθήκαμε |
2 pl | μισούσατε | μισήσατε | [μισούσασταν, (‑ούσαστε)] - μισιόσασταν, (‑ιόσαστε) | μισηθήκατε |
3 pl | μισούσαν(ε) | μίσησαν, μισήσαν(ε) | μισούνταν, {μισούντο} - μισιούνταν, (μισιόντουσαν) | μισήθηκαν, μισηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα μισώ ➤ | θα μισήσω ➤ | θα μισούμαι - μισιέμαι ➤ | θα μισηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα μισείς, … | θα μισήσεις, … | θα μισείσαι - μισιέσαι, … | θα μισηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … μισήσει έχω, έχεις, … μισημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … μισηθεί είμαι, είσαι, … μισημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … μισήσει είχα, είχες, … μισημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … μισηθεί ήμουν, ήσουν, … μισημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … μισήσει θα έχω, θα έχεις, … μισημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … μισηθεί θα είμαι, θα είσαι, … μισημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | μίσησε | — | μισήσου |
2 pl | μισείτε | μισήστε | μισείστε - μισιέστε | μισηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | μισώντας ➤ | {μισούμενος, -η, -ο} ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας μισήσει ➤ | μισημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | μισήσει | μισηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The passive forms with -ιέμαι, -ιόμουν are less formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||