παράφωνος
Greek
editEtymology
editFrom παραφωνία (parafonía).
Pronunciation
editAdjective
editπαράφωνος • (paráfonos) m (feminine παράφωνη, neuter παράφωνο)
- (music) out of tune, dissonant, discordant
- Μια παλιά παράφωνη κιθάρα.
- Mia paliá paráfoni kithára.
- An old out-of-tune guitar.
- (of a singer) out of tune, cacophonous
- Γιατί την αφήνεις να τραγουδήσει, είναι παράφωνη;
- Giatí tin afíneis na tragoudísei, eínai paráfoni;
- Why do you let her sing, she's out of tune?
Declension
editDeclension of παράφωνος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παράφωνος • | παράφωνη • | παράφωνο • | παράφωνοι • | παράφωνες • | παράφωνα • |
genitive | παράφωνου • | παράφωνης • | παράφωνου • | παράφωνων • | παράφωνων • | παράφωνων • |
accusative | παράφωνο • | παράφωνη • | παράφωνο • | παράφωνους • | παράφωνες • | παράφωνα • |
vocative | παράφωνε • | παράφωνη • | παράφωνο • | παράφωνοι • | παράφωνες • | παράφωνα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παράφωνος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παράφωνος, etc.) |