παραθύρι
Greek
editEtymology
editπαράθυρο (paráthyro) + -ι (-i)
Noun
editπαραθύρι • (parathýri) n (plural παραθύρια)
- (colloquial) window
- 1965, Stavros Kouyioumtzis (lyrics and music), “Μη μου θυμώνεις, μάτια μου”[1]:
Declension
editDeclension of παραθύρι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παραθύρι • | παραθύρια • |
genitive | παραθυριού • | παραθυριών • |
accusative | παραθύρι • | παραθύρια • |
vocative | παραθύρι • | παραθύρια • |
Synonyms
edit- παράθυρο (paráthyro)