πρωτοβουλία
Greek
editEtymology
editπρωτο- (proto-, “first”) + βουλή (voulí, “will, desire”) + -ία (-ía). First attested 1871.
Pronunciation
editNoun
editπρωτοβουλία • (protovoulía) f (plural πρωτοβουλίες)
- initiative
- παίρνω την πρωτοβουλία να
- to take the initiative
- παίρνω την πρωτοβουλία να
Declension
editDeclension of πρωτοβουλία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρωτοβουλία • | πρωτοβουλίες • |
genitive | πρωτοβουλίας • | πρωτοβουλιών • |
accusative | πρωτοβουλία • | πρωτοβουλίες • |
vocative | πρωτοβουλία • | πρωτοβουλίες • |
See also
edit- αυτοβουλία f (aftovoulía, “independence”)