συνηθίζω
Greek
editEtymology
editInherited from Byzantine Greek συνηθίζω (sunēthízō), from συνήθης (sunḗthēs).
Pronunciation
editVerb
editσυνηθίζω • (synithízo) (past συνήθισα, passive συνηθίζομαι, p‑past συνηθίστηκα, ppp συνηθισμένος)
- to become accustomed to, get used to
- to be in the habit of
- for the impersonal 3rd persons, see συνηθίζεται (synithízetai)
Conjugation
editσυνηθίζω συνηθίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συνηθίζω | συνηθίσω | συνηθίζομαι | συνηθιστώ |
2 sg | συνηθίζεις | συνηθίσεις | συνηθίζεσαι | συνηθιστείς |
3 sg | συνηθίζει | συνηθίσει | συνηθίζεται | συνηθιστεί |
1 pl | συνηθίζουμε, [‑ομε] | συνηθίσουμε, [‑ομε] | συνηθιζόμαστε | συνηθιστούμε |
2 pl | συνηθίζετε | συνηθίσετε | συνηθίζεστε, συνηθιζόσαστε | συνηθιστείτε |
3 pl | συνηθίζουν(ε) | συνηθίσουν(ε) | συνηθίζονται | συνηθιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συνήθιζα | συνήθισα | συνηθιζόμουν(α) | συνηθίστηκα |
2 sg | συνήθιζες | συνήθισες | συνηθιζόσουν(α) | συνηθίστηκες |
3 sg | συνήθιζε | συνήθισε | συνηθιζόταν(ε) | συνηθίστηκε |
1 pl | συνηθίζαμε | συνηθίσαμε | συνηθιζόμασταν, (‑όμαστε) | συνηθιστήκαμε |
2 pl | συνηθίζατε | συνηθίσατε | συνηθιζόσασταν, (‑όσαστε) | συνηθιστήκατε |
3 pl | συνήθιζαν, συνηθίζαν(ε) | συνήθισαν, συνηθίσαν(ε) | συνηθίζονταν, (συνηθιζόντουσαν) | συνηθίστηκαν, συνηθιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συνηθίζω ➤ | θα συνηθίσω ➤ | θα συνηθίζομαι ➤ | θα συνηθιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συνηθίζεις, … | θα συνηθίσεις, … | θα συνηθίζεσαι, … | θα συνηθιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συνηθίσει έχω, έχεις, … συνηθισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συνηθιστεί είμαι, είσαι, … συνηθισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συνηθίσει είχα, είχες, … συνηθισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συνηθιστεί ήμουν, ήσουν, … συνηθισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συνηθίσει θα έχω, θα έχεις, … συνηθισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συνηθιστεί θα είμαι, θα είσαι, … συνηθισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | συνήθιζε | συνήθισε | — | συνηθίσου |
2 pl | συνηθίζετε | συνηθίστε | συνηθίζεστε | συνηθιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συνηθίζοντας ➤ | συνηθιζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συνηθίσει ➤ | συνηθισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συνηθίσει | συνηθιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• Passive 3rd persons, as impersonal: "it is usual" • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
edit- συνηθισμένος (synithisménos, “used to; usual”, participle)
- see: συνήθης (syníthis, “usual”)